- ζυγόεις
- ζῠγό-εις· βούτυρος, Cyr. (A
ζυγοήσεις· βότρυς Hsch.
).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζυγοήσεις· βότρυς Hsch.
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek